Χρυσό, πράσινο, μαύρο, γαλάζιο, η νέα παλέτα χρωμάτων της Βόρειας Εύβοιας. (Φωτογραφίες: ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΖΑΒΟΣ)
Ο δρόμος ξετυλίγεται φιδογυριστός για ατελείωτα χιλιόμετρα μπροστά, το ξέρω. Πλησιάζει μεσημέρι και ο ήλιος είναι εκτυφλωτικός. Στο ραδιόφωνο παίζει το Bitter Sweet Symphony των Verve. «Είναι μια γλυκόπικρη συμφωνία, αυτή είναι η ζωή» τραγουδά ο Ρίτσαρντ Άσκροφτ και σκέφτομαι πόσο ταιριαστή είναι αυτή η μουσική υπόκρουση στο καλειδοσκόπιο εικόνων που εναλλάσσονται στο σκονισμένο παρμπρίζ του αυτοκινήτου. Φουντωτές, οργιάζουσες, ανυπότακτες φτέρες πρασινίζουν τις πλαγιές, όπου οι καμένοι κορμοί των πεύκων σημαδεύουν τον ουρανό σαν λόγχες. Ένα χρυσό σεντόνι από στάχυα απλώνεται ως εκεί που φτάνει το μάτι, αναμειγνύεται με ένα χαλί από πράσινους θάμνους, που έχει στρωθεί στις ρίζες ενός μικρού δάσους από οξιές με όμορφο φύλλωμα. Στους λόφους, σαν στεφάνι μνήμης, στέκουν εκατοντάδες σκελετοί πεύκων. Δεν έχουν σκιά, σαν τα φαντάσματα, όπως λέγαμε μικροί.
Μια γλυκόπικρη συμφωνία είναι η Βόρεια Εύβοια αυτή την εποχή, ένα ποτήρι με νερό ως τη μέση, που μπορεί κανείς να το δει μισογεμάτο ή μισοάδειο, να γλυκαθεί με την αναγέννηση της φύσης ή να πικραθεί για το κακό που έγινε. Αναποφάσιστοι στέκουν και οι ντόπιοι· στα μάτια τους είναι στιγμές που μοιάζει να ξανακαίει η αντανάκλαση της φωτιάς του περσινού καλοκαιριού και άλλοτε τα σκληραίνει μια αποφασιστικότητα και ένα πείσμα να μείνουν στον τόπο τους και να αγωνιστούν για να ξαναφτιάξουν ένα μέλλον.
ΔΕΝ ΣΤΑΜΑΤΑ Η ΖΩΗ
Οι Κουρκουλοί είναι ένα μικρό ορεινό χωριό στον δρόμο Στροφυλιάς-Λίμνης, οι κάτοικοι του οποίου ζούσαν από την καλλιέργεια ρητίνης (το 90%), την κτηνοτροφία (ένα 5%) και την ελαιοπαραγωγή (άλλο ένα 5%). Δεν υπήρξε οικογένεια στο χωριό που να μην επλήγη από τη φωτιά – άλλοι έχασαν τα πεύκα τους, άλλοι τα ζώα τους, άλλοι τις ελιές τους. «Μέχρι στιγμής δεν έχει φύγει κανείς, δουλεύουν μεροκάματα όπου μπορούν, και οι ρητινοκαλλιεργητές περιμένουν το επταετές πρόγραμμα απασχόλησης που έχει εξαγγελθεί», μου λέει ο πρόεδρος της κοινότητας Βασίλης Χριστοδούλου. Ο ίδιος απασχολείται ως εποχικός στην Πυροσβεστική εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες και εκτρέφει ζώα, ενώ έχει και ένα περιβόλι όπου πριν από την πυρκαγιά ανθούσαν 1.000 ελιές. Κάηκαν περίπου 700. Και από τα 600 ζώα που είχε ο ίδιος μαζί με τη γυναίκα του και τον πατέρα του, επέζησαν περίπου 100. Έχει ήδη αγοράσει 310 ζώα και έχει παραγγείλει 200 ελαιόδεντρα για να φυτέψει. «Πρέπει να συνεχίσω, δεν σταματά εδώ η ζωή», λέει. Έχει δύο μικρά παιδιά, δεν σκοπεύει να εγκαταλείψει τον τόπο του: «Να φύγω να πάω πού; Και ποια δουλειά να κάνω;».
Η φωτιά μοιάζει να ένωσε τους Βορειοευβοιώτες περισσότερο με τον τόπο τους, αυτή την ξεχασμένη για δεκαετίες γωνιά της Ελλάδας, που έγινε πρωταγωνίστρια στην επικαιρότητα για ένα κολασμένο δεκαήμερο τον περσινό Αύγουστο και ενεργοποίησε για μήνες τα αντανακλαστικά αλληλεγγύης χιλιάδων πολιτών και φορέων σε όλη την επικράτεια. Σήμερα, οι ντόπιοι μοιάζουν εγκλωβισμένοι σε ένα εκκρεμές που μετεωρίζεται ανάμεσα στην τραυματική μνήμη και στην αναγκαία ελπίδα. Θέλουν να ξεχάσουν, γιατί η ανάμνηση είναι επώδυνη, αλλά θέλουν και να θυμούνται, ώστε να μη γίνουν τα ίδια ή νέα λάθη. Θέλουν επίσης να έχουμε όλοι πάντα στο μυαλό μας πόσο μεγάλη ήταν η περσινή καταστροφή και πόσοι άνθρωποι υπέφεραν και συνεχίζουν να υποφέρουν εξαιτίας της, αλλά θέλουν και να σβήσουμε από τη μνήμη μας τις εικόνες Αποκάλυψης που παρακολουθήσαμε στις οθόνες μας, ώστε να επισκεφθούμε ως τουρίστες τη Βόρεια Εύβοια, τονώνοντας την τοπική οικονομία και την ψυχολογία των ανθρώπων.
«Η Βόρεια Εύβοια έχει πάθει σοκ, χρειάζεται τη στήριξη όλων», λέει η Δόμηνα Χατζηαθανασίου, ιδιοκτήτρια ξενοδοχείου και τουριστικού πρακτορείου στο Πευκί της Εύβοιας. Οι κρατήσεις δικαιολογούν μια συγκρατημένη αισιοδοξία για τις επόμενες εβδομάδες, εκτιμά, αλλά ο Ιούνιος δεν ήταν καλός. «Προ Covid, τέτοιες μέρες θα ήταν γεμάτο το Πευκί. Μετά τις 25 Μαΐου ξεκινούσαν τα γκρουπ των ξένων, Σέρβοι, Σκοπιανοί, Ρουμάνοι, Βόσνιοι, μόνο εγώ με το τουριστικό γραφείο έφερνα 2.000 τουρίστες το δεκαήμερο», θυμάται. Πιστεύει ότι η Βόρεια Εύβοια παραμένει σωστή επιλογή για διακοπές. «Υπάρχουν πολλά σημεία ανέγγιχτα από τη φωτιά, ανεξερεύνητα μέρη να ανακαλύψει κανείς, η φιλοξενία είναι φημισμένη, τα ξενοδοχεία είναι πανέτοιμα, ανακαινισμένα, οι τιμές είναι πολύ λογικές, ξεκινούν από 30 ευρώ τη διανυκτέρευση, υπάρχουν πολύ καλά εστιατόρια, καλό φαγητό, νυχτερινή ζωή».
ΜΠΑΞΕΣ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ
Στο Ψαροπούλι, την παραλία των Βασιλικών, η θάλασσα απλώνεται αρυτίδωτη ως τις ακτές της Σκοπέλου, που διακρίνεται στα ανοιχτά. Η Ματούλα Αναστασίου καθαρίζει φασολάκια σε ένα από τα τραπέζια της ταβέρνας που διατηρεί εδώ και δεκαετίες με τον σύζυγό της, Γιώργο. Το 1958, που οι γονείς του άνοιξαν το μαγαζί, δεν υπήρχε άλλο στην παραλία, τότε το χρησιμοποιούσαν και σαν σπίτι. Εδώ και χρόνια λειτουργούν και ενοικιαζόμενα δωμάτια.
«Παλιά, τέτοια εποχή ήταν όλα γεμάτα», θυμάται ο κύριος Γιώργος. «Σιγά σιγά μίκρυνε η σεζόν και τώρα άντε να κρατήσει ένα εικοσαήμερο τον Αύγουστο». Μετά τη φωτιά δέχτηκαν πολλά τηλέφωνα συμπαράστασης, οι σταθεροί πελάτες επικοινώνησαν και τις τελευταίες εβδομάδες έκλεισαν δωμάτια, επιβεβαίωσαν ότι θα επιστρέψουν για να στηρίξουν τον τόπο και τους ανθρώπους του. Εβδομήντα πέντε ρίζες ελιές που είχε κάηκαν, τις έκοψε και ήδη έχει βάλει στη θέση τους 53 νέα δεντράκια. Και ας είναι καλοκαίρι, που οι ελιές χρειάζονται πότισμα κάθε λίγες ημέρες. Έβαλε και μπαξέ, παρότι οι πλημμύρες του χειμώνα και της άνοιξης του κατέστρεψαν τις μηχανές που είχε για το πότισμα, τα σκαπτικά εργαλεία του – μόνο το τρακτέρ του γλίτωσε, γιατί πρόλαβε να το μετακινήσει. «Φύτεψα πολλά, ντομάτες, καρπούζια, πεπόνια, αγγούρια, κολοκυθάκια, φασόλια, παντζάρια, βλίτα». Είναι 75 χρονών, αλλά δεν τα παρατάει. Μου δείχνει τα εγγόνια του που παίζουν λίγα μέτρα πιο κει, βρέχουν το ένα το άλλο, ξεφωνίζουν ενθουσιασμένα. «Αν τα παρατήσω, πώς θα ζήσουμε; Κοίτα πόσα εγγόνια περιμένουν».
Με τη σκέψη τους στα παιδιά, στους νέους ανθρώπους του χωριού αλλά και σε όσους έμειναν μουδιασμένοι από τις απώλειες που μέτρησαν πέρυσι, οκτώ γυναίκες και ένας άντρας δημιούργησαν στα Βασιλικά την Αμάλ, μια αποφασισμένη ομάδα, που φιλοδοξεί να μετεξελιχθεί σε έναν συνεταιρισμό μεταποίησης τοπικών προϊόντων. Αυτή την εποχή πειραματίζονται με συνταγές, μεταποιούν κηπευτικά, λαχανικά, βότανα, αρωματικά χόρτα, κάνουν λικέρ με φρούτα εποχής και τοπικά μέλια, σαπούνια, τσάτνεϊ, μαρμελάδες. «Αμάλ ήταν το όνομα μιας Αμερικανίδας που, όταν έμαθε για την καταστροφή από την κόρη μιας γυναίκας από το χωριό, που ζει στο Μαϊάμι, της έδωσε ένα χρηματικό ποσό και της ζήτησε να το στείλει στη μαμά της, για να δοθεί στις γυναίκες του χωριού να ξεκινήσουν κάτι με αυτό. Λίγο μετά πέθανε και νιώσαμε ότι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να δώσουμε το όνομά της στην ομάδα», θυμάται η Άννα Χατζηνούσκα, μέλος της Αμάλ. «Όταν αρχίσαμε να συναντιόμαστε και να συζητάμε τι θα κάνουμε, άλλαξε και η ψυχολογία μας, γιατί ήμασταν σε σοκ, σε απόγνωση, και αυτό μας βοήθησε πολύ ψυχολογικά», συμπληρώνει. «Εκτός από τα προϊόντα, ο στόχος μας είναι να ξεκινήσουμε πολιτιστικές δραστηριότητες, εργαστήρια για παιδιά, συναυλίες, θεατρικά δρώμενα», λέει η Ελισάβετ Κοκορέλη. «Θέλουμε να φτιάξουμε κάτι καινούργιο, όχι μόνο για εμάς, θέλουμε να δημιουργήσουμε δουλειές και για άλλους ανθρώπους, να παραγάγουν, να απασχοληθούν μαζί μας», συμπληρώνει η Άννα.
ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΚΑΙ ΤΑ ΑΛΟΓΑ
Στο τέρμα της μεγάλης παραλίας −πέντε χιλιόμετρα, το καύχημα των ντόπιων, στην αχλή που δημιουργεί ο καυτός ήλιος, διακρίνεται μια περίεργη φιγούρα, τετράποδη, με δύο κεφάλια, που λικνίζεται στην ακροθαλασσιά. Όταν η απόσταση μικραίνει, ξεχωρίζουν πια η γυναίκα και το άλογο (η περήφανη Αλισίβα), που απολαμβάνουν την ηρεμία του απομεσήμερου δίπλα στο κύμα. Η Σαπφώ Παπαθεοδώρου είναι εγγονή του σκηνοθέτη Αλέξη Δαμιανού, μεγάλωσε στα Βασιλικά και στο σπίτι του παππού της έχει δημιουργήσει τη δική της φάρμα, με δώδεκα άλογα, ένα γαϊδουράκι, κατσίκες, πάπιες, κότες, σκυλιά και γάτες που, όπως και πολλά από τα ιπποειδή, τα μάζεψε σε κακή κατάσταση και τους έδωσε καταφύγιο και φροντίδα. Το βράδυ της 5ης Αυγούστου, καθώς η φωτιά κατέβαινε από το βουνό προς το χωριό, κατάλαβε ότι το σπίτι και το κτήμα κινδύνευαν να περικυκλωθούν από τις φλόγες. Με τη βοήθεια κάποιων συγχωριανών οδήγησαν τα ζώα σε ασφαλές σημείο και επέστρεψαν για να σώσουν το σπίτι. «Σαράντα ώρες παλεύαμε με τις φλόγες, έπεφταν σπίθες παντού και άναβαν μικρές εστίες, και εμείς με μάνικες, κουβάδες και κλαδιά τις σβήναμε», θυμάται.
Ευτυχώς το σπίτι δεν έπαθε ζημιά, κάηκαν οι περιφράξεις, τις οποίες αποτελείωσαν οι πλημμύρες των προηγούμενων μηνών. Πριν από λίγες ημέρες, μηχανήματα των τοπικών αρχών επιχείρησαν να κάνουν διάνοιξη του χειμάρρου που περνά λίγα μέτρα από τη φάρμα, με αποτέλεσμα να κλείσουν την ομαλή πρόσβαση από τον δρόμο, αυτή που χρησιμοποιούν οι επισκέπτες και όσοι ενδιαφέρονται να κάνουν βόλτα με τα άλογα ή μαθήματα ιππασίας – η Σαπφώ έχει τελειώσει ΤΕΦΑΑ με ειδίκευση στην ιππασία. Είναι η μόνη πηγή εσόδων που έχει για να καλύψει τα έξοδα για τις τροφές και τη φροντίδα των ιπποειδών της, καθώς δεν έχει λάβει ενίσχυση από την πολιτεία σε τροφές. «Τον χειμώνα δεν θα είχα καταφέρει να συντηρήσω τα ζώα αν δεν είχα βοήθεια από ιδιώτες και φορείς που έκαναν δωρεές. Αν δεν μπορέσω να δουλέψω το καλοκαίρι κάνοντας βόλτες και μαθήματα ιππασίας, δεν θα καταφέρω να εξασφαλίσω την τροφή των ζώων για όλο τον χρόνο».
Μεγάλη ανάγκη σε τροφές για τα ιπποειδή υπάρχει και στο γειτονικό Rancheros, το φιλοζωικό σωματείο για την προστασία των ιπποειδών που ίδρυσε η Νάνσυ Κουρέλλου, στην Αγία Άννα. Η φωτιά κατέστρεψε τις εγκαταστάσεις του, το τροχόσπιτο, τα στέγαστρα, τον ιππικό εξοπλισμό, τα εργαλεία, τις τροφές, την περίφραξη του κτήματος, το φαρμακείο. Παρότι η Νάνσυ και η Ντέπυ Κουρέλλου προσπάθησαν να μεταφέρουν τα οκτώ άλογα και τα δύο γαϊδούρια τους με όχημα μεταφοράς ιπποειδών, αυτό δεν κατέστη δυνατό. Αποπειράθηκαν να τα οδηγήσουν μέσα στη νύχτα στην Κρύα Βρύση, αλλά τα ζώα, τρομαγμένα, έφυγαν και σκορπίστηκαν. Τα βρήκαν την επόμενη μέρα στο κατακαμένο ράντσο, αφυδατωμένα, αποπροσανατολισμένα και στρεσαρισμένα. Τους μήνες που ακολούθησαν, με σκληρή δουλειά και τη βοήθεια φορέων, ιδρυμάτων και πολλών εθελοντών, κατόρθωσαν να επισκευάσουν τις εγκαταστάσεις και να ξαναδημιουργήσουν μια ήρεμη καθημερινότητα για τα ζώα τους. «Ωστόσο, υπάρχουν ακόμη άλυτα προβλήματα. Οι ανατιμήσεις δεν άφησαν ανεπηρέαστες τις τροφές των αλόγων, που είναι δυσεύρετες και πανάκριβες. Έρχεται κρατική και μη βοήθεια σε ζωοτροφές στην περιοχή, ωστόσο αφορούν βοοειδή και αιγοπρόβατα, με αποτέλεσμα εμείς να λαμβάνουμε περιορισμένο αριθμό τροφών, και αυτό κατ’ εξαίρεση. Οι αποθηκευτικοί χώροι χρειάζονται επιπλέον επισκευές, καθώς δεν ήταν μόνο η φωτιά που πέρασε από την Αγία Άννα, αλλά και πλημμύρες και παγετός. Πάντα υπάρχει ανάγκη σε φάρμακα, καθώς πολλά από τα ζώα του Rancheros είναι μεγάλα σε ηλικία και το φαρμακείο που είχαμε δημιουργήσει καταστράφηκε», λέει η Νάνσυ Κουρέλλου.
ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΚΑΙ ΚΡΑΤΗΣΕΙΣ
Εκτεταμένες καταστροφές υπέστη και το κοντινό Club Agia Anna, το γνωστότερο κάμπινγκ της Βόρειας Εύβοιας, που έχασε μεγάλο μέρος των κτιριακών εγκαταστάσεων (εστιατόρια, υποδοχές) και βασικές υποδομές, όπως ο βιολογικός καθαρισμός, οι γεννήτριες κ.ά. Από τις αρχές Ιουνίου λειτουργεί πλήρως ανακαινισμένο και είναι ήδη γεμάτο επισκέπτες. «Η απόφαση για την επισκευή ελήφθη άμεσα, τις πρώτες ημέρες. Ακόμα και πριν μάθουμε για τις αποζημιώσεις, είπαμε πάμε από την αρχή, θα το φτιάξουμε, για να στηρίξουμε τους ανθρώπους, την περιοχή, εμάς τους ίδιους και τους πελάτες», λέει ο Άλκης Κουγιώνης, υπεύθυνος του Club Agia Anna. «Φτιάξαμε εξαρχής τα δύο εστιατόρια, τις υποδοχές και δευτερεύουσες εγκαταστάσεις, όπως ηλεκτρολογικά, κάμερες, εξοπλισμό, δίκτυα, τηλεφωνικά κέντρα, υπολογιστές». Οι κρατήσεις που έχουν δικαιολογούν αισιόδοξες προβλέψεις. «Είναι πολύ καλά για μια περιοχή που έχει υποστεί τόσο μεγάλη ζημιά. Μας έδειξαν πάρα πολλή αγάπη, από την ημέρα που καήκαμε λάβαμε εκατοντάδες μηνύματα υποστήριξης από τους πελάτες. Πολλοί έκλαιγαν και μας υποσχέθηκαν ότι θα επιστρέψουν. Και το έκαναν. Πάνε πάρα πολύ καλά οι κρατήσεις, ίσως καλύτερα από πέρυσι. Αν δεν αλλάξει κάτι, θα είναι από τις καλύτερες περιόδους μας».
Στην άλλη πλευρά της παραλίας της Αγίας Άννας, η Κορίνα και η Βίκυ Τσιρίγου ασχολούνται με τη βιτρίνα του καταστήματος με ρούχα και αξεσουάρ που άνοιξαν στα μέσα Μαΐου. Πρόκειται για το πρώτο νέο ΑΦΜ που κατεγράφη στη Βόρεια Εύβοια μετά την πυρκαγιά.
Η οικογένειά τους διατηρεί ξενοδοχείο στην περιοχή εδώ και χρόνια, οι ίδιες εργάζονται στην Αθήνα, όπου διαμένουν μόνιμα. «Θέλαμε να κάνουμε κάτι νέο, με θετικό πρόσημο για την περιοχή», μου εξηγεί η Κορίνα. «Είναι σημαντική κάθε νέα αρχή έπειτα από μια τόσο μεγάλη καταστροφή, γι’ αυτό αποφασίσαμε να πάρουμε το ρίσκο».
ΑΠΟΦΑΣΙΣΜΕΝΟΙ ΝΑ ΠΑΛΕΨΟΥΝ
Παίρνουμε τον δρόμο για τη Λίμνη μέσα από το Ξηρό όρος, κατεβαίνουμε στους καταρράκτες του Δρυμώνα, για να βεβαιωθούμε ότι η συνεύρεση του νερού και του γόνιμου εδάφους γέμισε με νέα ζωή τις καμένες πλαγιές. Η Λίμνη, χωρίς το πράσινο στεφάνι της, λάμπει στον απογευματινό ήλιο καθώς κατηφορίζει κλιμακωτά προς το λιμάνι, μην έχοντας κάτι να ζηλέψει από τις γοητευτικές πόλεις που στολίζουν τα κυκλαδονήσια. Λίγος ο κόσμος στα παραλιακά μαγαζιά, κυρίως ντόπιοι. Η Βιβή Ζαχαρίου και ο Θανάσης Κρινάς είναι η τρίτη γενιά που λειτουργεί το εστιατόριο της οικογένειας. Δεν είναι ικανοποιημένοι από την τουριστική κίνηση, τα Σαββατοκύριακα είναι «νεκρά» λένε. «Από αυτό το μαγαζί ζούμε αυτή τη στιγμή δύο οικογένειες, η δική μου και της μαμάς μου, δεν έχουμε άλλο εισόδημα», μου λέει η Βιβή. «Πέρυσι μετά τη φωτιά σκεφτόμουν πώς θα ζήσουμε, μήπως πρέπει να φύγουμε… Καθώς περνούσε ο καιρός, άρχισα να ελπίζω ότι κάτι θα γίνει. Ακόμα και τώρα έχω ανάμεικτα συναισθήματα. Εκεί που σκέφτομαι θετικά, στενοχωριέμαι για τα παιδιά μου, αν θα μπορέσω να τους προσφέρω ό,τι χρειάζονται».
Ο πρόεδρος της κοινότητας, Γιάννης Τριανταφύλλου, επιβεβαιώνει ότι ο κόσμος είναι προβληματισμένος και βλέπει το μέλλον αβέβαιο. «Από την περιοχή της Λίμνης πάντως δεν έχει φύγει κανείς, όλοι είναι αποφασισμένοι να το παλέψουν· και έτσι πρέπει. Είναι δύσκολο, αλλά πρέπει να σηκώσουμε τα μανίκια, να δουλέψουμε και να ξαναδημιουργήσουμε τον τόπο μας».
Στον ελαιώνα των Ροβιών, οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου χρυσίζουν τα φύλλα των δέντρων και τα αγριόχορτα που έχουν θεριέψει στις άκρες του χωματόδρομου. Ανάμεσα στις ελιές ξεπροβάλλει το τροχόσπιτο του Γερούν Γιόουνσε και της Ίρις Μπάρτμαν. Το νεαρό ζευγάρι των Ολλανδών αγόρασε ένα κτήμα τον περασμένο Σεπτέμβριο, με σκοπό να εγκατασταθούν μόνιμα εκεί. Ο Γερούν είχε μείνει και παλιότερα στην περιοχή, η Ίρις ήρθε για πρώτη φορά μετά τις φωτιές. «Δεν είδα ποτέ πώς ήταν πριν από τη φωτιά, ήρθα για να βοηθήσω. Αποφασίσαμε όμως να πάρουμε τη γη, παρότι μπορεί να μην τη δούμε ποτέ όσο πράσινη ήταν πριν», λέει η Ίρις. «Άλλωστε, το μέρος μπορεί να γίνει πλέον μόνο καλύτερο».
☞ Διακοπές στη Βόρεια Εύβοια
→ στα κύματα του Αιγαίου Ξεκινήστε από τη δαντελωτή παραλία της Αγίας Άννας, που προσφέρει επιλογές διαμονής σε αρκετά ξενοδοχεία, αλλά και το κάμπινγκ. Οι παραλίες του Αχλαδίου και του Κοτσικιά είναι ήρεμες και γραφικές. Στην παραλία των Βασιλικών θα βρείτε φρέσκο ψάρι και κηπευτικά. Στον μικρό κολπίσκο των Ελληνικών θα χαλαρώσετε με θέα στο νησάκι του Αγίου Νικολάου. Στο Καστρί μπορείτε να απολαύσετε υπέροχο ηλιοβασίλεμα και στις Γούβες επισκεφθείτε τον Πύργο του Δροσίνη πριν καταλήξετε στο Πευκί.
→ ήρεμος Ευβοϊκός Από τη Στροφιλιά κατευθυνθείτε προς Λίμνη, για βόλτα στον παραλιακό δρόμο με τις καλές ταβέρνες και τα γουστόζικα καφέ. Ατελείωτα χιλιόμετρα παραλίας θα σας συνοδεύσουν στον δρόμο προς τις Ροβιές και τα γραφικά Ήλια, πριν καταλήξετε στη λουτρόπολη της Αιδηψού.
→ ορεινές διαδρομές Μεταξύ Παπάδων και Αγίας Άννας θα βρείτε τον δρόμο που συνδέει τις δύο παραθαλάσσιες οδικές αρτηρίες της Βόρειας Εύβοιας και θα σας οδηγήσει στους πανέμορφους καταρράκτες του Δρυμώνα. Κάντε μια στάση στην Κερασιά για να δροσιστείτε, προσκυνήστε στο μοναστήρι του Οσίου Δαυίδ και αναζητήστε τοπικά προϊόντα.
Πηγή: Καθημενινή