Σήμερα τα Φώτα κι ο Φωτισμός, η χαρά μεγάλη κι ο αγιασμός.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό κάθετ’ η κυρά μας η Παναγιά.
Όργανo βαστάει, κερί κρατεί και τον Αϊ-Γιάννη παρακαλεί.
Αϊ-Γιάννη αφέντη και βαπτιστή, βάπτισε κι εμένα Θεού παιδί.
Ν’ ανεβώ επάνω στον ουρανό, να μαζέψω ρόδα και λίβανο.
Καλημέρα, καλημέρα.
Καλή σου μέρα, αφέντη με την κυρά.
Όμως πέραν των γνωστών σε όλους καλάντων των Θεοφανίων, υπάρχουν και διαφορετικές εκδοχές σε διάφορα μέρη της ελληνικής επικράτειας.
Ήρθανε τα Φώτα και τα Φωτερά, ήρθε κι η Kυρά μας η Παναγιά, σπάργανα κρατάει και κερί βαστεί και τον άγιο Γιάννη παρακαλεί.
Άγιε Γιάννη Πρόδρομε και βαφτιστή, δύνασαι βαφτίσεις Θεού παιδί;
Δύναμαι και σω, αλλά δεν τολμώ να βαφτίσω Eσέ απ’ τον ουρανό που ’ρθες να συντρίψεις τα είδωλα, να καταπατήσεις το δαίμονα.
Σήμερα τα Φώτα κι οι φωτισμοί και χαρές μεγάλες και αγιασμοί.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό, κάθεται η Κυρά μας η Παναγιά.
Σπάργανα βαστάει, κερί κρατεί και τον Αϊ – Γιάννη παρακαλεί:
-Άγιε Γιάννη Αφέντη και Βαπτιστή, δύνασαι βαπτίσεις Θεού παιδί;
-Δύναμαι και θέλω και προσκυνώ και τον Κύριό μου παρακαλώ.
Ν΄ ανέβω πάνω στον ουρανό, Να μαζέψω ρόδα και λίβανο.
-Άγιε Γιάννη Αφέντη και Βαπτιστή, έλα να βαπτίσεις Θεού παιδί.
Ν΄ αγιαστούν οι κάμποι και τα νερά, ν΄ αγιαστεί κι ο αφέντης με την κυρά.
Σφάξαμε τον πετεινό, είδαμε τα Φώτα, δώστε μας το μπαξίσι μας, να πάμε σ’ άλλη πόρτα.
Σήμερα είν’ τα Φώτα και οι Φωτισμοί και χαρές μεγάλες κι αγιασμοί.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό κάθετ’ η κυρά μας, η Παναγιά.
Καλημέρα, καλησπέρα, καλή σου μέρα, αφέντη με την κυρά.
Μαρμαροκολώνα πελεκητή και τον Αϊ-Γιάννη παρακαλεί.
Αϊ-Γιάννη, αφέντη και βαπτιστή, βάφτισε και μένα Θεού παιδί.
Καλημέρα, καλησπέρα, καλή σου μέρα, αφέντη με την κυρά.
Δύναμαι και θέλω και προσκυνώ και τον Κύριό μου παρακαλώ για να ρίξει δροσιά, δροσιά στη γη, να δροστούν οι βρύσες και τα βουνά, να δροστούν οι βρύσες και τα βουνά, να δροστεί κι ο αφέντης με την κυρά.
Καλημέρα, καλησπέρα, καλή σου μέρα, αφέντη με την κυρά.
Σήμιρα τα Φώτα κι ο Φουτισμός κι χαρά μιγάλη κι αγιασμός.
Κάτου στουν Iουρδάνη τουν πουταμό κάθιτ’ η κυρά μας, η Παναγιά, σπάργανα βαστάει, κιριά κρατεί κι τουν άγιου Γιάννη παρακαλεί.
Άγιε Γιάννη, αφέντη μου Πρόδρουμι, δύνασι βαφτίσεις Θιού πιδί;
Πείγουμι κι θέλου κι προυσκυνώ κι τουν Κύριό μου παρακαλώ, αύριου ν’ ανέβου στουν ουρανό, να καταθυμιάσου τους ουρανούς κι θέ’ να κατέβου στουν πουταμό, για να σι βαφτίσου σε τουν Xριστό, να καταπατήσου τα είδουλα, να καταχουνιάσου τα ζούζουλα, να αγιάσου βρύσις κι τα νιρά, να αγιάσ’, αφέντη μι, την κυρά.
Αύριο είναι τω Φωτώ π’ αγιάζουν οι παπάδες, μέσα στα σπίθια μπαίνουνε και λέν’ τσι εορτάδες.
O Iωάννης Bαπτιστής επέρασε και είπε «Χαρίσετέ μου τα κλειδιά τα μαργαριταρένια, ν’ ανοίξω τον Παράδεισο, να μπω στο περβολάκι,
να θέσω ν’ αποκοιμηθώ σε μια μηλιά ’πό κάτω, πέφτουν τα μήλα κόκκινα απάνω στην ποδιά μου και τα χρυσά τραντάφυλλα απάνω στα μαλλιά μου.
Ήρθανε τα Φώτα, καρκαλιέτ’ η κότα, πίσω από την πόρτα τσι φωνάζει ο πέτος, δεν απολογιέται, τσι ρίχνει ένα λιθάρι, την παίρνει στο ποδάρι.
Λε, λε, λε, το πόδι μου και το καλαπόδι μου, δώσε μου τσι σέλες μου και τα σελιβάδια μου, ν’ ανεβώ στην καρυδιά, να φωνάξω κούι-κούι και κανένας δεν ακούει.
Παίρνω το κλειδί κι ανοίγω, βρίσκω λύκο που χορεύει κι αλεπού που μαγειρεύει.
iEidiseis.gr